προσλαλώ

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

-έω, Α λαλῶ
μιλώ απευθυνόμενος σε κάποιον ή μιλώ με κάποιον.