προσομοίωση

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του προσομοιώνω
2. (βιολ-οικον. -στρ. -τεχνολ.) αναπαράσταση της συμπεριφοράς μιας φυσικής, βιομηχανικής, βιολογικής, οικονομικής ή στρατιωτικής διεργασίας μέσω υλικού υποδείγματος, του οποίου οι παράμετροι και οι μεταβλητές αποτελούν είδωλα τών αντίστοιχων μεγεθών της μελετώμενης διεργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσομοιώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσομοίωσις, μαρτυρείται από το 1880 στην Κ. Κεχαγιά].