προστακτικῶς

Greek (Liddell-Scott)

προστακτικῶς: Ἐπίρρ., μὲ τρόπον προστακτικόν, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 47, 18. 2) διὰ προστακτικῆς ἐγκλίσεως, Διονύσ. Ἁλ. Ρητορ. 4, 18, κλπ.