προστακτικῶς

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek (Liddell-Scott)

προστακτικῶς: Ἐπίρρ., μὲ τρόπον προστακτικόν, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 47, 18. 2) διὰ προστακτικῆς ἐγκλίσεως, Διονύσ. Ἁλ. Ρητορ. 4, 18, κλπ.