προσχέδιο

Greek Monolingual

το, Ν
προκαταρκτικό σχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σχέδιο. Η λ., στον λόγιο τ. προσχέδιον, μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].