σχέδιο
ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
Greek Monolingual
το / σχέδιον, ΝΜΑ, και σκέδιο Ν
νεοελλ.
1. η παράσταση ενός αντικειμένου που ήδη υπάρχει ή που πρόκειται να κατασκευαστεί με γραμμές πάνω σε χαρτί ή και σε άλλη επιφάνεια (α. «ο αρχιτέκτονας παρέδωσε το σχέδιο του καινούργιου σπιτιού» β. «σχέδιο πόλεως» — προγραμματισμός της πολεοδομικής ανάπτυξης μιας πόλης και, ειδικότερα, σχεδιάγραμμα το οποίο περιλαμβάνει ολόκληρη την έκταση μιας πόλης μετά την προβλεπόμενη επέκταση)
2. γραμμικό ποίκιλμα πάνω σε ύφασμα, χαρτί ή άλλο υλικό
3. ανάγλυφο κόσμημα πάνω σε τοίχο ή έπιπλο
4. το σχήμα σύμφωνα με το οποίο έγινε κάτι, τύπος, καλούπι
5. η αρχική και σε γενικές γραμμές διατύπωση γραπτού κειμένου η οποία αργότερα υπόκειται σε μεταβολές ή διορθώσεις, σχεδιάγραμμα (α. «σχέδιο εκθέσεως» β. «σχέδιο νόμου» — νομοσχέδιο που προτείνεται στη βουλή για συζήτηση και ψήφιση)
6. λεπτομερής καθορισμός του τρόπου εκτέλεσης μιας πράξης ή ενός εγχειρήματος («σχέδιο της διάσωσης τών ναυαγών»)
7. τρόπος εργασίας, πρόγραμμα, πλάνο
8. πρόθεση, επιδίωξη, σκοπός
9. στρ. η λεπτομερής μελέτη στρατιωτικής ενέργειας που καταρτίζεται από το επιτελείο με σκοπό την άμεση ή ενδεχόμενη εφαρμογή του σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης, διεξαγωγής γυμνασίων ή για την αντιμετώπιση άλλης έκτακτης κατάστασης, λ.χ. καταστρεπτικών σεισμών
10. το σύνολο τών μέτρων που αποσκοπούν στη λύση δεδομένου οικονομικού προβλήματος ή στην οικονομική ανάπτυξη χώρας ή περιοχής για μια ορισμένη χρονική περίοδο («πενταετές αναπτυξιακό σχέδιο»)
11. (καλ. τεχν.) η τέχνη ή η τεχνική της δημιουργίας εικόνων σε μια επιφάνεια, συνήθως σε χαρτί, με διάφορα μέσα, όπως μελάνι, γραφίτη, κιμωλία, κάρβουνο κ.ά., όπου δίνεται έμφαση περισσότερο στο σχήμα παρά στη μάζα και στο χρώμα
12. φρ. α) «αρχιτεκτονικό σχέδιο»
τεχνολ. η αναπαράσταση, με τη μέθοδο του γραμμικού σχεδίου, της γραφικής διατύπωσης, της διάταξης και του ύψους ενός οικοδομήματος
β) «τεχνικό σχέδιο»
τεχνολ. σχέδιο αποτελούμενο από γραμμές που αναπαριστάνουν επιφάνειες, ακμές και περιγράμματα αντικειμένων και οι οποίες συμπληρώνονται με σύμβολα, με αριθμητικές τιμές τών διαστάσεων και με σημειώσεις
γ) «κατασκευαστικό σχέδιο»
τεχνολ. τεχνικό σχέδιο που περιγράφει το αντικείμενο με πληρότητα ως προς το σχήμα, το μέγεθος, τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν καθώς και την κατεργασία, ώστε αυτό να μπορεί να παραχθεί χωρίς καμιά πρόσθετη πληροφορία
δ) «μηχανικό σχέδιο»
τεχνολ. τεχνικό σχέδιο που εκτελείται με τη χρήση διαφόρων οργάνων παρέχοντας έτσι μεγαλύτερη ακρίβεια, σαφήνεια και ευκρίνεια
ε) «εικαστικό σχέδιο»
αρχιτ. σχέδιο κατασκευασμένο με μέθοδο προβολής τέτοια ώστε το αντικείμενο να αναπαριστάνεται όπως περίπου το βλέπει με τα μάτια του ο παρατηρητής
στ) «λογιστικό σχέδιο»
(λογιστ.) ο ορθολογικά και με άρτιο τρόπο προδιαγεγραμμένος τρόπος τυποποίησης της λογιστικής εργασίας γενικά
ζ) «σχέδιο πυρός»
στρ. σχέδιο επιθετικής ενέργειας με το οποίο καθορίζεται το σύνολο τών διαθέσιμων δυνάμεων πυρός του πεζικού, του πυροβολικού και της αεροπορίας, και στη συνέχεια ο χρόνος και ο τρόπος δράσης κάθε δύναμης πυρός
η) «σχέδιο επιχειρήσεων»
στρ. σχέδιο του γενικού επιτελείου που προβλέπει, σε όλες τους τις λεπτομέρειες, τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την εκτέλεση μιας επιχείρησης και για την εξασφάλιση ενός ευαίσθητου σημείου από κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό κίνδυνο
μσν.
υπόδειγμα («ταῦτα ὡς ἴνδαλμά τι σχέδιον τῆς ἀσκήσεως», Στουδ. Θεόδ.)
μσν.-αρχ.
ο αυτοσχέδιος λόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. σχέδιος «αυτοσχέδιος, πρόχειρος». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. schedium με σημ. «σχεδίασμα, σχεδιάγραμμα» (πρβλ. ιταλ. schizzo, γαλλ. esquisse). Τη σημασιολογική εξέλιξη του λατ. τ. ακολούθησε και ο ελλ. τ. σχέδιο].