προτελευταίος
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
Greek Monolingual
-α, -ο / προτελευταίος, -ον, ΝΜ τελευταῖος
αυτός που κείται ή γίνεται πριν από τον τελευταίο («η προτελευταία ημέρα του μηνός»).
επίρρ...
προτελευταίως ΝΑ, και προτελευταία Ν
πριν από το τελευταίο γεγονός ή πριν από τα τελευταία γεγονότα.