πρυμνόσκοινο

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(ποιητ. τ.) (κυρίως στον πληθ.) τα πρυμνόσκοινα
τα πρυμνήσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + σκοινί].