πρωταίτιος
English (LSJ)
α, ον, first author, Sch.Hermog. in Rh.6.412W., Sch. Th.3.36.
German (Pape)
[Seite 804] erste Ursache, erster Urheber, Schol. Eur. Or. 543.
Greek (Liddell-Scott)
πρωταίτιος: -ον, ὡς καὶ νῦν, (Walz) Ρήτορες 6. 412, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 553, Ἄννα Κομν. σ. 362Α, κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / πρωταίτιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που υπήρξε ο πρώτος αίτιος ενός γεγονότος, ο κύριος υπαίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + αἴτιος.