αίτιος
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM αἴτιος, -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)
1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος
2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο
(μσν. -αρχ.)
1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος, κατηγορούμενος
αρχ.
(στον υπερθ.) αἰτιώτατος, -η, -ον ο κυρίως, ο κατ’ εξοχήν αίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ουσ. αἶτος «μέρος, κομμάτι» (διασώζεται στο σύνθετο ἔξαιτος «περιζήτητος, επίλεκτος») < ρ. αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω». Συμφωνα με την ετυμολογική του προέλευση, το αἴτιος αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει μερίδιο από κάτι», άρα «ο υπεύθυνος για κάτι, ο αίτιος» — πρβλ. και τις λ. αἶσα, αἰτία, αἰτῶ. Κατά τον Schwyzer, η διατήρηση του -τ-προ του -ι- (αντί της κανονικής τροπής του σε -σ-) οφείλεται σε προφύλαξη, δηλ. στην αποφυγή συγχύσεως του επιθέτου αἴτιος με το αἴσιος.
ΣΥΝΘ. ἀναίτιος, ὑπαίτιος
αρχ.
ἐπαίτιος, μεταίτιος, συμμεταίτιος, παναίτιος, παραίτιος, συναίτιος, φιλαίτιος.