πρόνωτο

From LSJ

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source

Greek Monolingual

το, Ν·ζωολ. το ραχιαίο τμήμα του προθώρακα τών εντόμων, που βρίσκεται μπροστά από το μεσόνωτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pronotum (< προ- + νώτον)].