ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιπτάμενων ερπετών που ανήκει στην τάξη πτεροσαύρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterodactylus (< πτερό + δάκτυλος)].