πτεροδάκτυλος

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιπτάμενων ερπετών που ανήκει στην τάξη πτεροσαύρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterodactylus (< πτερό + δάκτυλος)].