πυρακτώνω

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source

Greek Monolingual

πυρακτῶ, -όω, ΝΜΑ
1. θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο
2. μτφ. (το μέσ.) πυρακτώνομαι και πυρακτοῦμαι, -όομαι
φλέγομαι («ζήλῳ πυρακτουμένη», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. (γενικά) θερμαίνω
2. παθ. πυρακτοῦμαι, -όομαι
έχω πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του ρ. πυρακτῶ, -έω].