πυρόλιθος
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
ο, Ν
(πετρογρ.) ο πυριτόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].