πυρόλιθος

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

ο, Ν
(πετρογρ.) ο πυριτόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].