ραβδιά

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source

Greek Monolingual

η / ῥαβδέα, ΝΜ ῥάβδος
χτύπημα με ράβδο, μπαστουνιά («ο θεός να σέ φυλάει από στραβού ραβδιά κι από κουτσού κλοτσιά», παροιμ. φρ.).