ραβδιά

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

η / ῥαβδέα, ΝΜ ῥάβδος
χτύπημα με ράβδο, μπαστουνιά («ο θεός να σέ φυλάει από στραβού ραβδιά κι από κουτσού κλοτσιά», παροιμ. φρ.).