-άδος, ἡ, ΜΑβλ. ραγάδα.
-άδος (=χαραμάδα). Ἀπό τό ραγῆναι, ἀπαρ. παθ. ἀόρ. β´ τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.