χαραμάδα

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χαραμίδα, η, Ν
επίμηκες άνοιγμα, σχισμή ή μικρό κενό διάστημα κατά την αρμογή τών τμημάτων ενός όλου ή ως αποτέλεσμα βλάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραμα + κατάλ. -άδα (πρβλ. σκισμάδα), ενώ ο τ. χαραμίδα με κατάλ. -ίδα (πρβλ. σταλαμίδα)].