ρηξικέλευθος

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥηξικέλευθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. αυτός που επιχειρεί με τόλμη κάτι το νέο, ο καινοτόμος («πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση»)
αρχ.
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + κέλευθος «οδός, δρόμος»].

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀνοίγει τό δρόμο, ὁ προοδευτικός). Ἀπό τό ρήγνυμι + κέλευθος (=δρόμος). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρήγνυμι.