ριζά

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
πρόποδες βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα, κατά τα: χαμηλά, ψηλά].