ριπιτί

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

και ριπιτίδι, το, και ριπιτίδα, η, Ν
φόβος, τρόμος
2. φρ. «του πήγε [ή τον πήγε] ριπιτί» — φοβήθηκε πάρα πολύ.