ροδοποίκιλος

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-ον, Μ
στολισμένος με ρόδινα χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + ποικίλος «πολύχρωμος»].