ροδόσταμο

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

το, Ν
το ροδόσταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ροδόσταμα, κατά τα ουδ. σε -ο].