ροδόφυλλο
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
το / ῥοδόφυλλον, ΝΜ
το ροδοπέταλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φύλλον.