ροκάνα

From LSJ

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source

Greek Monolingual

και ρουκάνα, η, Ν
1. μεγάλο ροκάνι, πλάνη
2. ιδιόφωτο ξύλινο μουσικό όργανο, με οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα-λαβή, ώστε να παράγει ισχυρό και ξηρό κρότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυκάνη.