ροχθώ

Greek Monolingual

ῥοχθῶ, -έω, ΝΜΑ
(για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση μεταξύ του ρ. ῥοχθῶ (βλ. και λ. ρόχθος) και του ὀρεχθῶ βλ. λ. ορεχθώ].