ῥοῖβδος
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
ὁ, any rushing noise or motion, πτερῶν ῥ. whirring of wings, S.Ant.1004; [ἀνέμου] ῥ. καὶ ῥύμη rushing of the wind, Ar. Nu.407. (Cogn. with ῥοῖζος.)
German (Pape)
[Seite 847] ὁ, jedes heftige, bes. sausende, schwirrende Geräusch, πτερῶν γὰρ ῥοῖβδος οὐκ ἄσημος ἦν, Soph. Ant. 991, des Donners, Ai. Nubb. 406.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruit retentissant.
Étymologie: ῥοῖζος.
Russian (Dvoretsky)
ῥοῖβδος: ὁ
1 шум, хлопанье (πτερῶν Soph.);
2 вой, свист (ἀνέμου Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥοῖβδος: ὁ, πᾶς ὁρμητικὸς θόρυβος ἢ βιαία κίνησις, πτερῶν γὰρ ῥοῖβδος οὐκ ἄσημος ἦν, ὁ ὁρμητικὸς ἦχος ὁ ἐκ τῆς βιαίας κινήσεως τῶν πτερύγων, stridor alarum, Σοφ. Ἀντ. 1004· ἀνέμου ῥ. καὶ ῥύμη, ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστοφ. Νεφ. 407. (Ἡ χρῆσις τῶν λέξεων ῥοῖβδος, ῥοιβδέω, συμφωνεῖ πρὸς τὴν τῶν ῥοῖζος, ροιζέω, πρβλ. ἀπορροιβδέω, ἐπιρροιβδέω· ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. τὸ ῥῆμα ῥοιβδέω κεῖται ὡς τῷ ῥοφέῳ, οἷον ἐν τῷ συνθέτῳ ἀναρροιβδέω).
Greek Monolingual
ὁ, Α
ορμητική κίνηση, συριστικός ήχος (α. «πτερῶν γὰρ ῥοῑβδος οὐκ ἄσημος ἦν», Σοφ.
β. «ἀνέμου ῥοῖβδος καὶ ῥύμη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος πιθ. με ονοματοποιία από ρίζα roi-gw- με επίθημα -δος (πρβλ. κέλαδος, ἄραδος), βλ. και λ. ῥοῖζος.
Greek Monotonic
ῥοῖβδος: ὁ, κάθε είδους διαπεραστικός ήχος ή βίαιη κίνηση, πτερῶν ῥοῖβδος, βίαια κίνηση των φτερών, σε Σοφ.· ἀνέμου ῥοῖβδος, σφύριγμα, ορμή του ανέμου, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: buzzing, whistling, hissing noise, of arrows, winds (S., Ar.).
Derivatives: Beside it (cf. Schwyzer 726 w. n. 5) ῥοιβδέω, also w. ἀπο-, ἐπι-, to buzz, etc., also to make buzz (A., Q. S., AP), w. prefix also of birds to squawk, to caw (S., Thphr., Nonn.); from this ῥοίβδ-ημα n. = ῥοῖβδος (S.), -ησις f. whistling (E. in lyr.); -ηδόν with a hissing noise (Q. S.; also with ῥοῖβδος connected); ἐπιρροίβδην (for -βδ-δην) in a rushing attack (E. in troch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive and poetic onomatop., in suffix agreeing with κέλαδος, ἄραδος and other sound-words; for -β- cf. φλοῖσβος, ὄτοβος a.o.; positing an IE gʷ (Bq) is hardly recommendable. Further hypotheses on the basic form by Haas Μνήμης χάριν 1, 132 f. -- Cf. ῥοῖζος, also ῥυβδέω. -- So the word is prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
ῥοῖβδος, ὁ,
any rushing noise, πτερῶν ῥ. the whirring of wings, Soph.; ἀνέμου ῥ. whistling of the wind, Ar. [Formed from the sound.]
Frisk Etymology German
ῥοῖβδος: {rhoĩbdos}
Grammar: m.
Meaning: schwirrendes, pfeifendes, zischendes Geräusch, von Pfeilen, Winden (S., Ar.).
Derivative: Daneben (vgl. Schwyzer 726 m. A. 5) ῥοιβδέω, auch m. ἀπο-, ἐπι-, schwirren, auch schwirren machen (A., Q. S., AP), m. Präfix auch von Vögeln schreien, krächzen (S., Thphr., Nonn.); davon ῥοίβδημα n. = ῥοῖβδος (S.), -ησις f. das Pfeifen (E. in lyr.); -ηδόν mit zischendem Geräusch (Q. S.; auch auf ῥοῖβδος beziehbar); ἐπιρροίβδην (für -βδδην) in rauschendem Angriff (E. in troch.).
Etymology : Expressive und poetische Lautnachahmung, im Suffix zu κέλαδος, ἄραδος und anderen Geräuschwörtern stimmend; zu -β- vgl. φλοῖσβος, ὄτοβος u.a.; ein idg. gʷ anzusetzen (Bq). ist kaum ratsam. Weitere Hypothesen zur Grundform bei Haas Μνήμης χάριν 1, 132 f. — Vgl. ῥοῖζος, auch ῥυβδέω.
Page 2,661-662