στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
και σαΐττεμα και σαγίτ(τ)εμα, το, Ν [[σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω]]το ρίξιμο της σαΐτας, εκτόξευση βέλους.