σαγηνευτής

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνευτής Medium diacritics: σαγηνευτής Low diacritics: σαγηνευτής Capitals: ΣΑΓΗΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: sagēneutḗs Transliteration B: sagēneutēs Transliteration C: sagineftis Beta Code: saghneuth/s

English (LSJ)

σαγηνευτοῦ, ὁ, = σαγηνευτήρ (one who fishes with a drag-net, one who fishes with the σαγήνη), Plu. 2.966f, AP 9.370 (Tib. Ill.).

German (Pape)

[Seite 857] ὁ, der Netzfischer; Tib. ill. 2 (IX, 370), Plut. sol. an. 10 M., u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. σαγηνεύς.
Étymologie: σαγηνεύω.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηνευτής: οῦ ὁ ловящий сетью, т. е. рыбак или зверолов Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σαγηνευτής: -οῦ, ὁ, = τῶ προηγ., Πλούτ. 2. 966D, Ἀνθ. Π. 9. 370.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. σαγηνεύτρια και σαγηνεύτρα Ν σαγηνεύω
νεοελλ.
αυτός που σαγηνεύει, που θέλγει
αρχ.
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.

Greek Monotonic

σᾰγηνευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ.