σαθρῶς

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Russian (Dvoretsky)

σαθρῶς: слабо, непрочно: σ. ἱδρυμένος Arst. воздвигнутый на непрочном основании.