ὁ, Α(ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ' Εὐπόλιδι».[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα -ίας (πρβλ. σαπρίας)].