σαλαΐζω

English (LSJ)

cry out in distress, Anacr.167 (glossed by κόπτεσθαι in Hsch.).

German (Pape)

[Seite 859] in der Unruhe, Angst klagen, schreien, Anacr. bei E. M. wo es θρηνεῖν erkl. wird.

Russian (Dvoretsky)

σᾰλαΐζω: в тревоге кричать, вопить Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

σαλαΐζω: κραυγάζω θρηνωδῶς, Ἀνακρ. 126· ― σαλαϊσμός, ὁ, ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ Σαλμασίου παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ σαλαΐς. ― Καθ’ Ἡσυχ.: «σαλαίζειν· κόπτεσθαι».

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
σαλαγώ
αρχ.
κραυγάζω θρηνητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].