σαλεία
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
σᾰλεία: ἡ, (σαλεύω) κίνησις ἀσταθής, ταραχή, κυματισμός, ἀνησυχία, Πολέμωνος Φυσιογν. 11. 11 (ἔνθα σαλίας)· ― Ἐπικ. σαλέη, Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 428, ἐπὶ σειομένων ξιφῶν.
Greek Monolingual
ἡ, Α σαλεύω
1. ασταθής κίνηση, κυματισμός
2. μτφ. ταραχή, ανησυχία.