σαλεία

German (Pape)

[Seite 859] ἡ, Bewegung, Unruhe, zw., s. σαλία.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλεία: ἡ, (σαλεύω) κίνησις ἀσταθής, ταραχή, κυματισμός, ἀνησυχία, Πολέμωνος Φυσιογν. 11. 11 (ἔνθα σαλίας)· ― Ἐπικ. σαλέη, Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 428, ἐπὶ σειομένων ξιφῶν.

Greek Monolingual

ἡ, Α σαλεύω
1. ασταθής κίνηση, κυματισμός
2. μτφ. ταραχή, ανησυχία.