φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
η (Μ ἀνησυχία)
ταραχή, ψυχική αγωνία, φόβος
νεοελλ.
1. θόρυβος, αναραταχή
2. σωματική στενοχώρια εξαιτίας αρρώστιας
3. πληθ. έφεση για επιστημονικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις.