Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σανδάλι

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476

Greek Monolingual

το / σανδάλιον, ΝΜΑ, και σαντάλι Ν σάνδαλον
νεοελλ.
υπόδημα από πέλμα, ιδίως ξύλινο, το οποίο προσδένεται με λουριά στο πάνω μέρος του ποδιού
αρχ.
1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σάνδαλο
2. οπλή υποζυγίου, ίππου, όνου ή ημιόνου («σανδάλια ὀνικά», πάπ.)
3. χειρουργικός επίδεσμος
4. είδος ψαριού με πλατύ σχήμα, σάνδαλον
5. (κατά τον Ησύχ.) είδος ιατρικού επιδέσμου
6. στον πληθ. (τὰ) σανδάλια
(κατά τον Ησύχ.) γυναικεία υποδήματα, παντοφλάκια.