σανδάλι

Greek Monolingual

το / σανδάλιον, ΝΜΑ, και σαντάλι Ν σάνδαλον
νεοελλ.
υπόδημα από πέλμα, ιδίως ξύλινο, το οποίο προσδένεται με λουριά στο πάνω μέρος του ποδιού
αρχ.
1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σάνδαλο
2. οπλή υποζυγίου, ίππου, όνου ή ημιόνου («σανδάλια ὀνικά», πάπ.)
3. χειρουργικός επίδεσμος
4. είδος ψαριού με πλατύ σχήμα, σάνδαλον
5. (κατά τον Ησύχ.) είδος ιατρικού επιδέσμου
6. στον πληθ. (τὰ) σανδάλια
(κατά τον Ησύχ.) γυναικεία υποδήματα, παντοφλάκια.