σαπωνοειδής

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
ο όμοιος με σαπούνι, αυτός που έχει χημική σύσταση όμοια με την σύσταση του σαπουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων, -ωνος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].