σημασιολογικός

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημασιολογία («σημασιολογικές σχέσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημασιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].