σινότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, faultiness, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 883] ητος, ἡ, Schadhaftigkeit, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σῐνότης: -ητος, ἡ, τὸ εἶναι βεβλαμμένον, τὸ ἔχειν ἐλλείψεις, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α σίνος
ελαττωματικότητα.