Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
η, Ν
μικρός σάκος, σακίδιο για τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτίο + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].