σκαμβηρίζοντες
English (LSJ)
ὀλισθαίνοντες, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σκαμβηρίζοντες: «ὀλισθαίνοντες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθαίνοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός, μέσω αμάρτυρου σκαμβ-ηρός (πρβλ. ολισθηρός)].
ὀλισθαίνοντες, Hsch.
σκαμβηρίζοντες: «ὀλισθαίνοντες» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθαίνοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός, μέσω αμάρτυρου σκαμβ-ηρός (πρβλ. ολισθηρός)].