σκαμνί

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Greek Monolingual

το / σκαμνίον, ΝΜ σκάμνον
απλό ξύλινο κάθισμα χωρίς στήριγμα για τη ράχη
νεοελλ.
μτφ.
1. εδώλιο για τους κατηγορουμένους
2. φρ. «θα σέ καθίσω στο σκαμνί» — θα σέ πάω στα δικαστήρια.