σκιουρίδες
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια σκιουρόμορφων τρωκτικών θηλαστικών, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον σκίουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sciuridae (< σκίουρος)].