σκολιά

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Russian (Dvoretsky)

σκολιά: τά
1 ложь, неправда (σ. εἰπεῖν Plat.);
2 лукавство, беззаконие (σ. πράττειν Plat.).