σκολοπένδριον

English (LSJ)

τό,
A = ἄσπληνος (v. ἄσπληνον 1; so called from a fancied likeness to the scolopendra), Dsc.3.134, cf. 4.50.
2 = σαξίφραγον, Ps.-Dsc.4.16 p.182 Wellm.
3 = πολυπόδιον, ib.186.

German (Pape)

[Seite 902] τό, ein Kraut, dem die vielen Einschnitte auf beiden Seiten u. die daran sitzenden, Füßen ähnlichen Fasern Ähnlichkeit mit der Gestalt der σκολόπενδρα geben; sonst ἄσπληνον; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκολοπένδριον: τό, εἶδος πτερίδος (κληθὲν οὕτως ἔκ τινος κατὰ φαντασίαν ὁμοιότητος πρὸς τὴν σκολόπενδραν), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 7, Διοσκ. 3. 151· πρβλ. ἄσπληνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκολοπένδριον -ου, τό [σκολόπενδρα] tongvaren (plant).