σκοπητέον
English (LSJ)
one must examine or consider, Gp.7.15.1, Sever.Clyst.p.17 D., Aët.7.9.
Greek (Liddell-Scott)
σκοπητέον: μεταγενέστ. τύπος τοῦ σκεπτέον, Κλήμ. Ἀλεξ. 773, κτλ.
one must examine or consider, Gp.7.15.1, Sever.Clyst.p.17 D., Aët.7.9.
σκοπητέον: μεταγενέστ. τύπος τοῦ σκεπτέον, Κλήμ. Ἀλεξ. 773, κτλ.