σκορδύλη
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, a young tunny-fish, Arist.HA571a16; cf. κορδύλη III.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
σκορδύλη: ἡ зоол. молодой тунец Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σκορδύλη: [ῠ], ἡ, μικρὸς ἰχθὺς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ θύννου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 13, Ἡσύχ.· πρβλ. κορδύλη ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος ψαριού, η κορδύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κορδύλη (βλ. λ)].
Frisk Etymological English
See also: s. κορδύλη.
Frisk Etymology German
σκορδύλη: {skordúlē}
See also: s. κορδύλη.
Page 2,738