σκόλυμπρος

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

ο, και σκολύμπρι, το, Ν
το φυτό σκόλυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκόλυμος «είδος φυτού»].