ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
σμερδᾰλέα: или σμερδᾰλέον adv.1 страшно, ужасно (ἐβόησε Διομήδης Hom.);2 грозно: σμερδαλέα ἰάχων Hom. издавая грозный крик.