σμερδαλέα

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source

Russian (Dvoretsky)

σμερδᾰλέα: или σμερδᾰλέον adv.
1 страшно, ужасно (ἐβόησε Διομήδης Hom.);
2 грозно: σμερδαλέα ἰάχων Hom. издавая грозный крик.