σμηριγγόπτερα

Greek Monolingual

τα, Ν
φτερά τα οποία μοιάζουν με σμήριγγες και βρίσκονται στη βάση του ράμφους τών εντομοφάγων πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήριγγα + πτερό].