σμήριγγα
From LSJ
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
Greek Monolingual
η / σμῆριγξ, -ήριγγος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σκληρή τρίχα ορισμένων θηλαστικών, όπως του χοίρου, του αγριόχοιρου κ.ά.
2. τριχόμορφος χιτινώδης σχηματισμός ορισμένων ασπονδύλων
3. ακανθόμορφη τρίχα που βρίσκεται σε διάφορα φυτά, όπως λ.χ. στην τσουκνίδα
αρχ.
βλ. μῆριγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. της λ. μῆριγξ (για ετυμολ. βλ. λ. μῆριγξ)].