σμικροπρεπής
From LSJ
σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain
Greek Monolingual
-ές, Α
βλ. μικροπρεπής.
σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain
-ές, Α
βλ. μικροπρεπής.