σμπάρο

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

το, και σμπάρος, ο, Ν
1. πυροβολισμός
2. βλήμα όπλου
3. φρ. «μ' έναν σμπάρο δυο τρυγόνια» — με μία ενέργεια διπλό όφελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarro].